- ὑπαίθων
- ὑπαίθωinflamepres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπαίθω — Α 1. υποκαίω («καὶ πῶς ὑπαίθων σῶμ ἂν ἰῴμην τὸ σόν;», Σοφ.) 2. μτφ. (για τον έρωτα) φλέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + αἴθω «ανάβω, καίω»] … Dictionary of Greek